κοντομύτης

κοντομύτης
-α, -ικο
σιμός, αυτός που έχει κοντή μύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)-* + -μύτης (< μύτη), πρβλ. κουτσο-μύτης, πλατσο-μύτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κοντομύτης, Κωνσταντίνος — (9ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός (829 842). Ήταν διοικητής του θέματος της Θράκης στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Θεόφιλου. Έπειτα από αυτοκρατορική διαταγή, επιτέθηκε εναντίον των Σαρακηνών πειρατών, οι οποίοι, με ορμητήριο την Κρήτη,… …   Dictionary of Greek

  • κοντομύτης, -α, -ικο — αυτός που έχει κοντή μύτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Константин Контомит — греч. Κωνσταντῖνος ὁ Κοντομύτης Принадлежность …   Википедия

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”